Τον φάκελο υποψηφιότητας του ρεμπέτικου τραγουδιού για ένταξη στον κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της Unesco θα παρουσιάσουν, για πρώτη φορά, την Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου η διευθύντρια της Διεύθυνσης Νεότερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του υπουργείου Πολιτισμού, Βίλλυ Φωτοπούλου και η αρχαιολόγος Μάρα Καλοζούμη.
«Η ιδέα ξεκίνησε από μια συναυλία που έγινε το 2014 για το Πειραιώτικο Ρεμπέτικο και τα τοπωνύμια που συνδέονται με αυτό» δηλώνει στο CultureWizz ο κ. Γιώργος Μακρής, στατιστικός και συνδιοργανωτής του Σεμιναρίου-συνάντησης για το Ρεμπέτικο , η ομάδα του οποίου συνέβαλε, σε συνεργασία με τον καθηγητή Εθνομουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Λάμπρο Λιάβα και την αρχαιολόγο κα Μάρα Καλοζούμη, στη δημιουργία του φακέλου της υποψηφιότητας. Ο φάκελος υποβλήθηκε στις αρχές του 2016, κρίθηκε πλήρης και εγκρίθηκε.
«Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο μουσικό είδος, με παρελθόν, παρόν και μέλλον, το οποίο όμως δεν έχει μελετηθεί σε βάθος από επιστήμονες», μας λέει ο κ. Μακρής.
Η παράδοση των ρεμπέτικων τραγουδιών αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του ελληνικού αστικού λαϊκού πολιτισμού, ως μια συλλογική μορφή έκφρασης και επικοινωνίας που κατόρθωσε να συνταιριάξει σε μια θαυμαστή ενότητα τον λόγο, τη μουσική και τον χορό. Η περίοδος δημιουργίας τους καλύπτει το πρώτο μισό του 20ού αι., εποχή διαμόρφωσης στην Ελλάδα των μεγάλων αστικών κέντρων και της αργής αλλά σταθερής επέκτασης του βιομηχανικού πολιτισμού.
Το ρεμπέτικο, κυρίως στις πρώτες δεκαετίες της πρωτογενούς του δημιουργίας, συνδέθηκε με τις συμπεριφορές και κοινωνικές πρακτικές των περιθωριακών κοινωνικών στρωμάτων των μεγάλων πόλεων-λιμανιών και αντανακλά τις αντιλήψεις τους για τη ζωή, τον έρωτα, τον θάνατο, την ξενητειά κ.ά. Συνδέεται με τον αυστηρό «κώδικα τιμής», τις σχέσεις με την εξουσία, τα σύμβολα έκφρασης και επικοινωνίας, τις τελετουργίες και τον τρόπο διασκέδασης των κοινωνικών αυτών ομάδων.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή επεκτάθηκε στις ομάδες των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην περιφέρεια των αστικών κέντρων, αποτελώντας ισχυρό σημείο αναφοράς για τη συλλογική μνήμη και ταυτότητα, σε άμεση σχέση με τις τελετουργίες και τον ιδιαίτερο τρόπο διασκέδασης.
Από τη δεκαετία του ’30 και κυρίως μετά τον Πόλεμο, η κοινωνική του βάση διευρύνθηκε στην εργατική τάξη και τα μεσοαστικά στρώματα, με ανάλογες διαφοροποιήσεις στους χώρους και τους τρόπους επιτέλεσης.
«Στο ρεμπέτικο τραγούδι χρεώνονται πολλά αρνητικά, ενώ υπάρχουν ακόμα κύκλοι που θεωρούν ότι είναι ένα τραγούδι της παρακμής και των ευφορικών ουσιών. Δεν είναι όμως έτσι. Από τους 20.000 τίτλους ρεμπέτικων τραγουδιών, μόνο οι περίπου 450 μιλούν για ναρκωτικά», σημειώνει ο κ. Μακρής.
Όπως εξηγεί, το ρεμπέτικο τραγούδι έχει διαχρονική αξία. Είναι μια βιωματική ιστορία της μουσικής και του τόπου, «όμως υπάρχει ανάγκη να ξεκαθαριστούν ορισμένα πράγματα».
Το «κλασικό» ρεπερτόριο του είδους ανέδειξε πολλούς δημοφιλείς συνθέτες, τραγουδιστές και μουσικούς και συνδέεται με την εμφάνιση και διάδοση στην Ελλάδα και τον ελληνισμό των ΗΠΑ της δισκογραφίας και των μέσων μαζικής επικοινωνίας.
Οι συνθήκες δημιουργίας και επιτέλεσης, οι κοινωνικοί φορείς, καθώς και πολλά υφολογικά και μορφολογικά στοιχεία του ρεμπέτικου παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες αντιστοιχίες με ανάλογα είδη αστικής λαϊκής μουσικής που αναπτύχθηκαν την ίδια περίπου εποχή σε άλλες χώρες, όπως τα αργεντίνικα τάνγκος, τα αμερικάνικα μπλουζ, τα πορτογαλέζικα φάδος κ.ά.
Αν και η πρωτογενής δημιουργία των ρεμπέτικων δείχνει να ολοκληρώνεται στα μέσα της δεκαετίας του 1950, τα τραγούδια αυτά εξακολουθούν να παραμένουν εξαιρετικά δημοφιλή έως τις μέρες μας, μέσα από την αναβίωσή τους από τις νεότερες γενιές με πλήθος έρευνες, συνέδρια, βιβλιογραφικές και δισκογραφικές εκδόσεις, μαθήματα και σεμινάρια, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, αφιερώματα και συναυλίες καθώς και καθημερινές επανεκτελέσεις και διασκευές σε κέντρα διασκέδασης, μουσικές σκηνές αλλά και φιλικές γιορτές και διασκεδάσεις.
Παράλληλα, αποτέλεσαν σημαντική πηγή έμπνευσης για πολλούς από τους νεότερους συνθέτες, στιχουργούς και μουσικούς, όπως τους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, ενώ ήδη το 1944-45 ο Νίκος Σκαλκώτας ενέταξε στο δεύτερο μέρος ενός συμφωνικού έργου του («Κονσέρτο για δύο βιολιά») το θέμα από το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Θα πάω εκεί στην Αραπιά».
Ρωτήσαμε αν υπάρχει σήμερα ρεμπέτικο, ή αν απλώς αναπαράγεται. «Αν γράφονται τραγούδια με την αισθητική και την επιρροή εκείνης της εποχής, όχι, διότι έχει αλλάξει το περιβάλλον και οι συνθήκες. Ακόμα και οι τότε δημιουργοί, αν ζούσαν σήμερα, θα έγραφαν αλλιώς τα τραγούδια. Όμως, η μουσική που γράφονταν τότε έχει τόσο πόνο, κόπο και αίμα μέσα της, που τα τραγούδια που συντέθηκαν επηρέασαν τη μετέπειτα πορεία της ελληνικής μουσικής».
«Σήμερα όλο αυτό το υλικό της ρεμπέτικης μουσικής επηρεάζει πάρα πολύ ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας γιατί έχει μέσα του μια επαναστατική προδιάθεση και μια αντισυμβατική στάση που εμπνέει τους νέους».
Και μπορεί τα ρεμπέτικα στην πρώτη εποχή δημιουργίας τους να παίζονταν σε φυλακές, τεκέδες, κουτούκια και ταβέρνες, μέρη όπου σύχναζαν κυρίως οι ομάδες του περιθωρίου και οι πρόσφυγες, όμως με την αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για το μουσικό αυτό είδος, κυρίως από τη δεκαετία του 1980, παίζονται σε «ρεμπετάδικα» (μουσικά καφενεία, μεζεδοπωλεία και ταβέρνες), αίθουσες εκδηλώσεων, μουσικές σκηνές και θέατρα, καθώς και σε ανοιχτούς χώρους όπως πλατείες και στάδια, όπου πραγματοποιούνται συναυλίες. Έχουν, δε, περάσει και σε άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως το θέατρο και το κουκλοθέατρο.
Η παρουσίαση του φακέλου υποψηφιότητας του ρεμπέτικου τραγουδιού προς ένταξη στον κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco θα πραγματοποιηθεί στο «Κέντρο Ελληνικής Μουσικής Φοίβος Ανωγειανάκης» στην οδό Ευριπίδου 18 και Αιόλου, ενώ θα ακολουθήσει συζήτηση για το παρόν και το μέλλον του ρεμπέτικου, καθώς και μουσικό αφιέρωμα με κλασικά ρεμπέτικα τραγούδια.
Α.Γ.Φ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου