Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Τράπεζα της Ελλάδος: Ζητείται νέα στρατηγική για να γίνει ο πολιτισμός μοχλός ανάπτυξης



Η ενίσχυση της «έξυπνης» οικονομία, στην οποία περιλαμβάνονται οι τομείς του πολιτισμού και της δημιουργίας, μπορούν να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, οι δυο αυτοί τομείς δεν έχουν «χαρτογραφηθεί» στην Ελλάδα, αφού, ιστορικά και παραδοσιακά, δεν υποβλήθηκαν ποτέ σε διαδικασία παρακολούθησης, αξιολόγησης και αποτίμησης, ενώ τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία είναι εξαιρετικά περιορισμένα και ελλιπή.

Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά πως θα ήταν χρήσιμη η υιοθέτηση σε κεντρικό επίπεδο μιας ολιστικής θεώρησης του τομέα του πολιτισμού και η χάραξη ενιαίας και ολοκληρωμένης αναπτυξιακής στρατηγικής, η οποία θα μπορούσε να περιλαμβάνει –μεταξύ άλλων- αναθεώρηση του πλαισίου φορολογικής μεταχείρισης, δημιουργία μητρώου δημιουργών, δημιουργία φυσικών χώρων παραγωγής και έκθεσης, ενίσχυση και εκσυγχρονισμό της υφιστάμενης νομοθεσίας για την προστασία των δημιουργικών δραστηριοτήτων, άρση του περιοριστικού πλαισίου για την ανάπτυξη διεθνών συμπράξεων-συμπαραγωγών, κ.α.

Αναλυτικά, η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρει τα εξής:

Η οικονομία του πολιτισμού και της δημιουργίας αποτέλεσε επίκαιρο θέμα μελέτης στη διεθνή οικονομική την τελευταία δεκαετία και κυριαρχεί στις συζητήσεις για τη χάραξη αναπτυξιακής στρατηγικής τόσο στις ανεπτυγμένες (μεταβιομηχανικές) όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες.
Στην Ευρώπη, οι κλάδοι (“βιομηχανίες”) που παράγουν αγαθά πολιτισμού και δημιουργίας (cultural and creative industries) αποτελούν τα τελευταία χρόνια έναν από τους πιο δυναμικούς τομείς.

Καταλαμβάνουν σημαντική θέση στη στρατηγική “Ευρώπη 2020”, δεδομένου ότι συμβάλλουν σε ένα νέο τύπο ανάπτυξης, ενισχύοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ΕΕ και προωθώντας την πολυμορφία. Συνδέονται στενά με την εκπαίδευση και την κατάρτιση και η δυναμική τους εξέλιξη αντανακλάται όχι μόνο στην οικονομική, αλλά και στην κοινωνική ανάπτυξη.

Η ευρωπαϊκή βιομηχανία πολιτισμού και δημιουργίας αναδεικνύεται σήμερα παγκόσμιος ηγέτης, κατέχοντας το 70% της παγκόσμιας αγοράς. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, συνεισέφερε το 3% και το 4% του ΑΕΠ της ΕΕ-27 το 2010 και το 2013 αντίστοιχα ―μη συμπεριλαμβανομένου του χρηματοπιστωτικού τομέα― και απασχολεί περισσότερους από 7 εκατομμύρια ανθρώπους.

Φάνηκε μάλιστα ιδιαίτερα ανθεκτική στην παρούσα συγκυρία της κρίσης χρέους και ύφεσης. Ενώ τη δεκαετία 2000-2009 επέδειξε ένα σταθερό βηματισμό προς μια αναπτυξιακή τροχιά, το 2010-2012 ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ξεπέρασε το 10%.

Μεταξύ 2010 και 2013, η αξία των πωλήσεων των προϊόντων και υπηρεσιών του τομέα αυξήθηκε κατά 28%, δημιουργώντας 200 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, και το μερίδιο του τομέα στις συνολικές εξαγωγές της ΕΕ ανήλθε σε 17%.

Με δεδομένο το νέο διεθνές αναπτυξιακό υπόδειγμα, στο οποίο η οικονομία της γνώσης και τεχνολογίας συγκεράζεται με την οικονομία του πολιτισμού και της δημιουργίας, η ελληνική πολιτεία, κατά την αναζήτηση ενός νέου βιώσιμου αναπτυξιακού προτύπου, θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή της και στα αντιληπτά πλέον οφέλη της έξυπνης οικονομίας. Η πρόκληση επομένως είναι να μεταστραφεί η τρέχουσα πολιτική πολιτιστικής διαχείρισης από τη στατική (κληροδότηση) στη δυναμική προσέγγιση (παραγωγή νέων μορφών πολιτισμού)

Η σημασία της ανάπτυξης του νέου αυτού τομέα για την ελληνική οικονομία είναι πολύ μεγάλη.

Η δομή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας παρουσιάζει μια σειρά από ιδιαιτερότητες όπως:
(α) το μεσαίο έως πολύ μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, (β) ο υψηλός βαθμός έντασης εργασίας,
(γ) η προσωπική ταυτότητα της δημιουργίας,
(δ) η παραγωγική ή “δημιουργική” φαντασία, με την έννοια της ικανότητας επεξεργασίας νέων χρήσιμων εικόνων και εννοιών,
(ε) η ελεύθερη σκέψη και νόηση και η διάθεση κριτικής,
(στ) η ευκολία προσαρμογής στο διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον,
(ζ) η αισθητική και η ποιότητα έκφρασης,
(η) η πλεονεκτική γεωγραφική θέση της χώρας και οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες,
(θ) η μοναδικότητα της γλώσσας και
(ι) το απόθεμα τεχνογνωσίας και εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. 

Οι ιδιαιτερότητες αυτές παρέχουν ένα μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα στις ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτόν.

Η Ελλάδα στις αρχές του 21ου αιώνα, ως αναπόσπαστο μέρος της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και κοινωνίας, καλείται να αντιμετωπίσει σύνθετες προκλήσεις που πηγάζουν από την παρατεταμένη παγκόσμια υφεσιακή διαταραχή, τον κατακερματισμό της ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς της ζώνης του ευρώ, την αναβίωση εθνικισμών και τη διεύρυνση της ανισότητας τόσο μεταξύ των κοινωνικών ομάδων στο εσωτερικό της χώρας όσο και μεταξύ χωρών.

Καλείται σήμερα μετά την οικονομική προσαρμογή των τελευταίων ετών, που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 25%, να αναλάβει την πρωτοβουλία της εθνικής οικονομικής ανασυγκρότησης στο νέο παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό που αναδύεται μετά την κρίση.

Στη νέα αυτή εθνική αναπτυξιακή προοπτική, ο τομέας του πολιτισμού και της δημιουργίας αποτελεί το συνδετικό κρίκο (creative nexus) μεταξύ του πολιτισμού, της οικονομίας και της τεχνολογίας. Ο σύγχρονος κόσμος είναι γεμάτος από εικόνες, ήχους, χρώματα, σύμβολα και ιδέες που δημιουργούν απασχόληση, εισόδημα και πλούτο, αλλά και νέες μορφές πολιτισμού που είναι εμπορεύσιμες. 

Τρία επομένως είναι τα προαπαιτούμενα για την επιτυχή και αξιόπιστη διαμόρφωση μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής για τον τομέα αυτό: πρώτον, η αναγνώριση της θεσμικής μορφής, της δομής και των οργανωτικών χαρακτηριστικών, δεύτερον, η συστηματική ανάλυση της λειτουργίας του τομέα και του πώς επηρεάζει βασικά εθνικά οικονομικά και κοινωνικά μεγέθη και τρίτον, η συλλογή και επεξεργασία περιεκτικών στατιστικών στοιχείων για την ποσοτική μέτρηση της επίδρασης στο εθνικό προϊόν, την απασχόληση και το εμπόριο.

Σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης, ξέρουμε ελάχιστα για τον τομέα αυτόν: ποια είναι η οριοθέτησή του, ποιο είναι το μέγεθός του, ποιες είναι οι μορφές απασχόλησης, ποια είναι η συνεισφορά του στο εθνικό προϊόν και στο εξαγωγικό εμπόριο. 

Συνεπώς, πρώτο βήμα στη διαδικασία της χαρτογράφησης θα πρέπει να είναι η πιστοποίηση των επαγγελμάτων και η κατηγοριοποίησή τους με ευκρινή διαχωρισμό από άλλες κατηγορίες που χαρακτηρίζονται από μικρότερη ένταση πολιτιστικής και δημιουργικής έκφρασης (creative intensive). 

Σύμφωνα με το προτεινόμενο αναθεωρημένο ευρωπαϊκό πλαίσιο στατιστικής απεικόνισης (ESSnet-Culture 2012), ο τομέας του πολιτισμού και της δημιουργίας καλύπτει δέκα πεδία οικονομικής δραστηριότητας (πολιτιστική κληρονομιά, αρχεία, βιβλιοθήκες, βιβλίο και τύπος, εικαστικές τέχνες, τέχνες του θεάματος, οπτικοακουστικά μέσα και πολυμέσα, αρχιτεκτονική, διαφήμιση, έργα τέχνης). 

Βασίζεται σε έξι διαδοχικές οικονομικές λειτουργίες, όπως είναι το περιεχόμενο, η σύλληψη και η επεξεργασία της πρωτότυπης ιδέας, η παραγωγή, αναπαραγωγή και δημοσίευση, η διάδοση, μετάδοση, προώθηση και επικοινωνία, η συντήρηση, η εκπαίδευση, η διοικητική και τεχνική υποστήριξη και το ρυθμιστικό πλαίσιο, οι οποίες συνθέτουν την “αλυσίδα αξίας” του τομέα. 

Εμπεριέχει σε μια πρώτη προσπάθεια ποσοτικής απεικόνισής του τέσσερις οικονομικές και κοινωνικές στατιστικές (απασχόληση, χρηματοδότηση, κατανάλωση, κοινωνική συμμετοχή) και τέσσερις γενικές κατηγορίες δεικτών οικονομικής επίδοσης και διάχυσης της επίδρασης στο σύνολο της οικονομίας (επιχειρηματικότητα, απασχόληση, εισαγωγές-εξαγωγές, ηλεκτρονικό εμπόριο).

Δεύτερο βήμα θα πρέπει να είναι η σύνταξη περιοδικής έκθεσης χαρτογράφησης του τομέα (mapping report document) που βοηθά να διαμορφωθεί μια ασφαλής και ακριβής εικόνα του μεγέθους και του κύκλου εργασιών σε μετρήσιμους όρους.

Τρίτο βήμα θα πρέπει να είναι η εκπόνηση μιας περιοδικής απολογιστικής έκθεσης (evidence-based policy).

Ιστορικά και παραδοσιακά, ο τομέας του πολιτισμού στην Ελλάδα δεν υποβλήθηκε ποτέ σε διαδικασία παρακολούθησης, αξιολόγησης και αποτίμησης. Οι δράσεις σπανίως επιλέγονταν με βάση τη σύγκριση κόστους-οφέλους σε οικονομικούς όρους και σχεδόν ποτέ δεν είχε επιχειρηθεί η αποτίμηση της απόδοσης. Ο πολιτισμός θεωρούνταν ως κοινωνική αξία που ένα κράτος ευημερίας και πρόνοιας υποχρεούται να χρηματοδοτεί και να προασπίζει.

Στην προσπάθεια επομένως καταγραφής της ελληνικής εμπειρίας παρουσιάζονται μια σειρά από προβλήματα, όπως η έλλειψη ενός κοινά αποδεκτού ορισμού, η έλλειψη μιας στατιστικής βάσης δεδομένων, η μη εφαρμογή της τετραψήφιας κατηγοριοποίησης επαγγελμάτων και δραστηριοτήτων και η σχεδόν εξ ολοκλήρου χρηματοδότηση, τουλάχιστον στα χρόνια πριν από την κρίση, του πολιτισμού σε κεντρικό, περιφερειακό και αυτοδιοικητικό επίπεδο με χρήματα των φορολογουμένων.

Αν και τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία είναι εξαιρετικά περιορισμένα και ελλιπή, η αξιοποίηση των στατιστικών του διεθνούς εμπορίου (που είναι εν πολλοίς οι μόνες πλήρεις και συγκρίσιμες, UNCTAD database), αποκαλύπτει ότι μεταξύ των ετών 2002 και 2011 η αξία του διεθνούς εμπορίου της Ελλάδος σε προϊόντα και υπηρεσίες πολιτισμού και δημιουργίας αυξήθηκε ραγδαία (σχεδόν διπλασιάστηκε). Το ισοζύγιο ωστόσο σε ονομαστικούς όρους παρέμεινε αρνητικό, αφού το μικρό αλλά αυξανόμενο πλεόνασμα στο σκέλος των υπηρεσιών δεν ήταν αρκετό για την ανατροπή του μεγάλου εμπορικού ελλείμματος.

Περισσότερο εξωστρεφείς ήταν οι δραστηριότητες του σχεδίου (μόδα και έπιπλο, 76,8% του συνόλου των εξαγόμενων προϊόντων πολιτισμού και δημιουργίας), οι εκδόσεις βιβλίων, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, η έρευνα αγοράς και η διαφήμιση, ενώ οι λιγότερο εξωστρεφείς κλάδοι ήταν αυτοί των οπτικοακουστικών μέσων, των εικαστικών τεχνών και των υπηρεσιών έρευνας και τεχνολογίας.

Εντούτοις, παρά τη μεγάλη αύξησή τους οι Ελληνικές εξαγωγές αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,2% της συνολικής αξίας των παγκόσμιων εξαγωγών προϊόντων πολιτισμού και δημιουργίας και το 0,4% των εξαγωγών της ΕΕ-27. Με στάθμιση ως προς τον πληθυσμό της χώρας, η κατά κεφαλήν αξία των εξαγωγών είναι τέσσερις φορές μικρότερη από την κατά κεφαλήν αξία του συνόλου των εξαγωγών της ΕΕ-27. Η επίδοση αυτή είναι η τέταρτη χειρότερη επίδοση μετά τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Κύπρο και κατατάσσει τη χώρα μας τέσσερις θέσεις χαμηλότερα από την Πορτογαλία.

Όσον αφορά την απασχόληση, το ποσοστό των απασχολουμένων σε πέντε συγκρίσιμες επαγγελματικές κατηγορίες ανήλθε το 2009 σε 1,2% της συνολικής απασχόλησης, έναντι 1,7% στην ΕΕ-27. Περισσότερο από το 1/3 των απασχολουμένων είναι γυναίκες και σχεδόν οι μισοί απασχολούμενοι είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Στα χρόνια πριν από την κρίση, η “πολιτική πολιτισμού” στην Ελλάδα εξαντλούνταν σε θέματα επιχορήγησης, φορολογικών απαλλαγών ή ελαφρύνσεων και εκπαίδευσης στο χώρο του θεάματος και των καλών τεχνών. Αποτέλεσμα ήταν ο αναπόφευκτος κατακερματισμός της στρατηγικής και η αποσπασματική εφαρμογή μέτρων ώθησης της νέας αυτής οικονομίας, με ορατό τον κίνδυνο της συχνής αυτοαναίρεσης των μέτρων πολιτικής, το δισταγμό και τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις.

Θα ήταν επομένως χρήσιμη η υιοθέτηση σε κεντρικό επίπεδο μιας ολιστικής θεώρησης του τομέα και η χάραξη ενιαίας και ολοκληρωμένης αναπτυξιακής πολιτικής. Ενδεικτικά μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να περιλαμβάνει ένα ελάχιστο σύνολο έντεκα δράσεων πολιτικής που βοηθούν στην εμφάνιση ενός νέου ενάρετου κύκλου πολιτισμού-δημιουργίας-οικονομίας:

1. αναθεώρηση του πλαισίου φορολογικής μεταχείρισης,
2. επαναπροσδιορισμός της εκπαίδευσης τόσο στο σκέλος της διά βίου μάθησης και κατάρτισης όσο και στο σκέλος της εγκύκλιας παιδείας,
3. Έναρξη ενός “διαρθρωμένου” διαλόγου με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς,
4. δημιουργία μητρώου δημιουργών και θέσπιση νομοθεσίας για τη ρύθμιση των σχέσεων εργαζομένου-εργοδότη,
5. βελτίωση, ενίσχυση και εκσυγχρονισμό της υφιστάμενης νομοθεσίας για μια ρεαλιστική προστασία των δημιουργικών δραστηριοτήτων με τη μορφή του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας, του βιομηχανικού σχεδίου, της ονομασίας προέλευσης και του εμπορικού σήματος,
6. άρση του περιοριστικού πλαισίου για την ανάπτυξη διεθνών συμπράξεων-συμπαραγωγών,
7. μέτρα ενίσχυσης του ανταγωνισμού,
8. δημιουργία φυσικών χώρων παραγωγής και έκθεσης,
9. ενθάρρυνση της χρήσης νέων μορφών και τρόπων χρηματοδότησης (ΕΣΠΑ 2014-2020, “Πολιτισμός” και “Media” στη ∆ημιουργική Ευρώπη 2014-2020, crowdfunding, Peer-to-Peer lending),
10. επαναπροσδιορισμός της εξαγωγικής πολιτικής και
11. σύνδεση του πολιτισμού και της δημιουργίας με το τουριστικό προϊόν.

Οι προτάσεις του ΙΟΒΕ

Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος φαίνεται πως υιοθετεί ορισμένες από τις προτάσεις που αναπτύχθηκαν σε πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ για τον κινηματογράφο. Στην μελέτη με τίτλο «Παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών στην Ελλάδα: Επιδράσεις στην οικονομία», περιλαμβάνονταν συγκεκριμένες προτάσεις μεταξύ άλλων για τους τρόπους προσέλκυσης διεθνών παραγωγών στην Ελλάδα.

Τονίζονταν ότι η απλοποίηση και προτυποποίηση των διαδικασιών έκδοσης των απαιτούμενων αδειών για τη διεξαγωγή γυρισμάτων πρέπει να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα σε αυτήν την προσπάθεια, όπως προκύπτει από τη μελέτη.

Ιδιαίτερα σημαντικός μπορεί να είναι ο ρόλος ενός γραφείου εξυπηρέτησης (Film Commission) που να λειτουργεί συντονιστικά και να διευκολύνει τους ενδιαφερόμενους.

Η ύπαρξη αρχείου (π.χ. φωτογραφικό υλικό, ειδικές μελέτες / εκδόσεις, στατιστικά) και πληροφοριών για την καλύτερη δυνατή ενημέρωση των ξένων κινηματογραφιστών, η δυνατότητα έκδοσης αδειών λήψης σκηνών, η έκδοση ενιαίου κοστολογίου, είναι αρμοδιότητες που θα μπορούσαν να διευκολύνουν τον προσδιορισμό του κόστους παραγωγής για τα γυρίσματα που θα πραγματοποιηθούν στη χώρα μας, μειώνοντας την αβεβαιότητα που αντιμετωπίζει μια κινηματογραφική παραγωγή.

Στην προσέλκυση ξένων κινηματογραφικών ταινιών θα μπορούσε να συμβάλει επίσης η ισχυροποίηση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπως και άλλων μικρότερης εμβέλειας διοργανώσεων (π.χ. Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας).

Όπως ανέφερε το ΙΟΒΕ, εκτός όμως από τις γραφειοκρατικού τύπου διευκολύνσεις, το ενδιαφέρον θα πρέπει να επικεντρωθεί και στη δυνατότητα παροχής οικονομικών κινήτρων. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο απαλλαγής ή άμεσης επιστροφής ΦΠΑ σε έξοδα που γίνονται στην Ελλάδα από διεθνείς παραγωγές, αυξημένες φορολογικές εκπτώσεις όταν η παραγωγή θεωρείται ότι συμβάλλει στην προβολή της χώρας ή πρόκειται να απασχολήσει μεγάλο μέρος ελλήνων καλλιτεχνών και συντελεστών, επιδοτήσεις σε συγκεκριμένα είδη ταινιών που προβάλλουν την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό, κ.α.


Α.Γ.Φ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου